- αμβροσία
- I
Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον θίασό του, η A., σύμφωνα με τη μυθολογία, μεταμορφώθηκε από τη λύπη της σε κλήμα αμπελιού.IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ. 592 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιάσμου. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Κομψάτο και τη λίμνη Βιστονίδα.III(Αστρον.).Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1879 και βρίσκεται σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 9,8 α.μ. από τον Ήλιο. Περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε 1.533 ημέρες.* * *η (Α ἀμβροσία)η τροφή τών αρχαίων θεώννεοελλ.κάθε εξαιρετικά εύγευστο φαγητό ή ποτόαρχ.1. αθανασία (σπάνια σε γενική σημασία)2. ως άρωμα3. ως αλοιφή4. ως τροφή τών αλόγων τής Ήρας5. ως ποτό αντί τού νέκταρος6. (αλληγορικά) ως ατμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού επιθ. ἀμβρόσιος με χρήση ουσιαστικού.ΠΑΡ. ἀμβροσιώδης.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμβροσίοδμος, ἀμβροσιοδότης].
Dictionary of Greek. 2013.